Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Νικηφόρος Βρεττάκος — Τά γόνατα τοῦ Ἰησοῦ
«... -μιά νύχτα πού ἡ ἄνοιξη ἦταν ἀβάσταχτη/καί μύριζε ἡ γῆς
κι’ ὁ οὐρανός λεμονάνθι-/στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.»


Καρφωμένα στ’ ἀγριόξυλο τοῦ σταυροῦ, σχηματίζουν
μι’ ἀμβλεία γωνία.
Εἶναι τά ἴδια γόνατα
πού προβάτιζαν, παίζοντας, γύρω ἀπ’ τό κόκκινο
φουστάνι τῆς μάνας του, ὅταν
ἤτανε βρέφος δέκα μηνῶν.
Πού ἀργότερα, ἔφηβος, τ’ ἀκούμπαγε κάτω
στή γῆ πριονίζοντας τό ξύλο ἑνός κέδρου.
Πού λύθηκαν κ’ ἔπεσαν, ἕνας σωρός,
-μιά νύχτα πού ἡ ἄνοιξη ἦταν ἀβάσταχτη
καί μύριζε ἡ γῆς κι’ ὁ οὐρανός λεμονάνθι-
στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Κι’ εἶναι ἀκόμη τά γόνατα
πού κάθιζε, σιωπηλός, δύο-δύο τά παιδιά
κι’ ἁπλώνοντας δίπλα του, πάνω στή γῆ,
τό ἀπέραντο χέρι του, τά φίλευεν ἕνα
λουλουδάκι –
κομμένο
ἀπ’ τόν πλοῦτο τοῦ σύμπαντος.